1NEWS – ΝΕΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Χωρίς κατηγορία

ΔΙΑΤΡΟΦΗ & ΥΓΕΙΑ | Πόσο ωφέλιμο είναι το γάλα για την υγεία μας;


του Βασίλη Παπαμίκου (*)

Τα τελευταία 200 χρόνια οι πληθυσμοί στις περισσότερες χώρες απολαμβάνουν ουσιαστικές βελτιώσεις στην υγειονομική περίθαλψη γεγονός που προσέδωσε αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Το προσδόκιμο ζωής διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και τώρα είναι υψηλότερο από 80 χρόνια. Ο γηράσκων οργανισμός φέρει μαζί του κάποιες σημαντικές διατροφικές προκλήσεις όπως, σαρκοπενία (μείωση της μυικής μάζας και αύξηση της λιπώδους με το πέρασμα του χρόνου), αλλά και αυτές που σχετίζονται με μειωμένη απορρόφηση βιταμινών Β12, αποτελεσματικότητα της σύνθεσης βιταμίνης D ή και αυτές που σχετίζονται με προβλήματα υγείας. Για παράδειγμα, η συχνότητα των οστεοπορωτικών καταγμάτων έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες και εκτιμάται ότι θα διπλασιαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2035.

Στη μέση και μεταγενέστερη ζωή οι καρδιαγγειακές παθήσεις εξακολουθούν να αποτελούν κύρια αιτία θανάτου και νοσηρότητας στην ΕΕ και παγκοσμίως, παρά τη βελτιωμένη πρόληψη και τα υπάρχοντα προγράμματα θεραπείας. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η διατροφή κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία μπορεί να επηρεάσει την υγεία στη μεταγενέστερη ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι ο υποσιτισμός στην παιδική ηλικία που οδηγεί σε καθυστερημένη ανάπτυξη, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπεργλυκαιμίας, υπέρτασης, αυξημένων λιπιδίων αίματος και παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο το γάλα όσο και τα γαλακτοκομικά προσδιορίζονται ως βασικές τροφές για τη μείωση του υποσιτισμού και της καθυστερημένης ανάπτυξης στα παιδιά.

Υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία, σε σχέση με την οστική υγεία, για τις προσλήψεις μετάλλων από τα παιδιά, μέσω της διατροφής. Περίπου το 70% του οστικού βάρους αντιπροσωπεύεται από φωσφορικό ασβέστιο, και συνεπώς η επαρκής πρόσληψη διατροφικού ασβεστίου, μέσω του γάλακτος και των γαλακτοκομικών, είναι απαραίτητη για να εξελιχθεί η βέλτιστη ανάπτυξη των οστών. Η μη επαρκής πρόσληψη ασβεστίου μειώνει περισσότερο την οστική πυκνότητα από ότι επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη και είναι χαρακτηριστικά τα ευρήματα ραχίτιδας και χαμηλότερου ύψους σε παιδιά με χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου. Τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μην λαμβάνουν αρκετό ασβέστιο (κάτω από 450 χιλιοστόγραμμα {mgr} ημερησίως) γεγονός που έχει συνδεθεί με μακροπρόθεσμη αποχή από το γάλα, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των δέκα ετών. Ακριβώς αυτή η μη επαρκής λήψη γαλακτοκομικών έχει συνδεθεί και με μεγαλύτερη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων αργότερα στην ενήλικη ζωή, ιδιαίτερα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες άνω των πενήντα ετών.

Η αυξημένη κατανάλωση γάλακτος ή ακόμα και η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου (με ή χωρίς βιταμίνη D) για την αύξηση της οστικής μάζας σε παιδιά με υπολειπόμενη ανάπτυξη ή οστική πυκνότητα είναι πιο αποτελεσματική στην πρώιμη ήβη παρά στην όψιμη εφηβεία. Ταυτόχρονα, τα παιδιά θα πρέπει να ενθαρρύνονται προς την κατεύθυνση των ασκήσεων αντίστασης με βάρη, που ενισχύουν την ευεργετική επίδραση του διατροφικού ασβεστίου. Τα στοιχεία για τις επιδράσεις του γάλακτος/ασβεστίου στην ανάπτυξη των οστών στα παιδιά είναι αρκετά ισχυρά, αλλά είναι λιγότερο βέβαιο εάν τα οφέλη θα μεταφερθούν και στην ενηλικίωση.

Η επαρκής κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών μειώνει ακόμη και τον αθλητικό κίνδυνο για κατάγματα κοπώσεως σε αθλήτριες. Τα αποτελέσματα ερευνών στις αλλαγές της οστικής πυκνότητας σε γυναίκες δρομείς αγωνιστικών αποστάσεων, ηλικίας 18 έως 26 ετών, έδειξαν ότι μία στις δέκα περίπου είχαν τουλάχιστον ένα κάταγμα κοπώσεως κατά την περίοδο παρακολούθησης. Επιπρόσθετα, υψηλότερες προσλήψεις ασβεστίου, αποβουτυρωμένου γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων συσχετίστηκαν με χαμηλότερα ποσοστά κατάγματος κόπωσης. Κάθε επιπλέον φλιτζάνι από το αποβουτυρωμένο γάλα που καταναλώνονταν ημερησίως συσχετίστηκε με 62% μείωση της συχνότητας εμφάνισης καταγμάτων κόπωσης. Το διαιτητική πρότυπο υψηλής κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και χαμηλής πρόσληψης λιπαρών έχει σχετιστεί με μείωση του κινδύνου κατάγματος κόπωσης καθώς επίσης και με αυξημένη οστική πυκνότητα.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι επίσης βασικές πηγές μαγνησίου. Πολλά παιδιά ανά την υφήλιο παρουσιάζουν μη επαρκή πρόσληψη μαγνησίου, σε μεγαλύτερο βαθμό από την αντίστοιχη του ασβεστίου. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι η πρόσληψη μαγνησίου μπορεί να είναι εξίσου σημαντική, σε σχέση με την ανάπτυξη των οστών, με αυτή του ασβεστίου. Μελέτες σε υγιή παιδιά ηλικίας 4 έως 8 ετών, κανένα από τα οποία δεν έπαιρνε συμπληρώματα βιταμινών ή μετάλλων, έδειξαν ότι αν και η πρόσληψη ασβεστίου δεν συσχετίστηκε σημαντικά με το συνολικό περιεχόμενο ή την πυκνότητα των οστών, η πρόσληψη μαγνησίου και η ποσότητα που απορροφήθηκε ήταν βασικοί προγνωστικοί παράγοντες της οστικής μάζας. Αυτό υποστηρίζεται και από πρόσφατες μελέτες σε άνδρες, οι οποίες έδειξαν ότι το χαμηλό μαγνήσιο στον ορό του αίματος συσχετίστηκε ισχυρά και ανεξάρτητα με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Αν σε όλα αυτά ληφθεί υπόψη και το γεγονός έλλειψης βιταμίνης D μεγάλου μέρους του πληθυσμού ακόμα και στις ηλιόλουστες μεσογειακές χώρες τότε η σημασία της κατανάλωσης γάλακτος ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο καθότι το γάλα είναι ένα από τα λίγα τρόφιμα που περιέχουν βιταμίνη D.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι από τις πλουσιότερες διατροφικές πηγές ιωδίου παρέχοντας περίπου το 40% και το 39% της ημερήσιας πρόσληψης ιωδίου για άνδρες και γυναίκες ηλικίας 11 έως 18 ετών, αντίστοιχα. Είναι ενδιαφέρον ότι η πρόσληψη γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων έχει δειχθεί ότι είναι ο πιο σημαντικός καθοριστικός παράγοντας για την κατάσταση του ιωδίου σε άνδρες και γυναίκες στις ΗΠΑ, παρά τη διαθεσιμότητα ιωδιούχου αλατιού. Το γάλα που παράγεται το καλοκαίρι έχει κατά μέσο όρο 50% χαμηλότερη συγκέντρωση ιωδίου από το χειμερινό γάλα. Επιπλέον, μελέτες αναφέρουν ότι το οργανικό γάλα έχει σημαντικά χαμηλότερες συγκεντρώσεις ιωδίου από ότι από το συμβατικό γάλα. Έτσι, το πλούσιο σε ιώδιο γάλα παίζει σημαντικό ρόλο στην εγκυμοσύνη καθότι έχει βρεθεί μέτρια έλλειψη και διατροφική πρόσληψη ιωδίου σε εγκυμονούσες γυναίκες, η οποία έχει συσχετιστεί με χαμηλή νοητική απόδοση στα παιδιά που γεννήθηκαν.

Ανακεφαλαιώνοντας, είναι σαφές ότι το γάλα και τα γαλακτοκομικά τρόφιμα είναι βασικές πηγές σημαντικών για την υγεία θρεπτικών συστατικών. Η μείωση της κατανάλωσης γάλακτος ιδιαίτερα από τις γυναίκες κατά την εφηβεία είναι ανησυχητική και μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες όσον αφορά την ανάπτυξη των οστών που μπορεί να μην γίνουν εμφανείς μέχρι τη μετέπειτα ζωή. Οι πρόσφατες μελέτες δε δείχνουν στοιχεία αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου από την υψηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, ενώ διαφαίνεται προστατευτική δράση των πρωτεϊνών του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση έναντι της αρτηριακής πίεσης και του διαβήτη τύπου 2. Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά αλλά χρειάζεται περαιτέρω ερευνητική επιβεβαίωσή τους.

(*) Ο Βασίλης Παπαμίκος είναι Νοσοκομειακός Διαιτολόγος ΓΝΑ – Κοργιαλένειο Μπενάκειο
M.Med.Sci Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Πανεπιστημίου Γλασκώβης
MSc Healthcare Manager, Πανεπιστημίου Αθηνών
Πτυχιούχος Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Χαροκοπείου Πανεπιστημίου


Source link

Σχετικές αναρτήσεις

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Δεχομαι Διαβαστε περισσοτερα